Doc.gr

παιγνίδια χωρίς γένος, αλλά με ταυτότητα

Posted: Friday, 02 May 2014
παιγνίδια χωρίς γένος, αλλά με ταυτότητα
Η Maria Montessori, ιταλίδα παιδαγωγός, ανέφερε εύστοχα «πως το παιχνίδι αποτελεί τη μοναδική δουλειά των παιδιών» και πως «μέσα από το παιχνίδι κάθε παιδί αναπτύσσεται σύμφωνα με τους νόμους της φύσης». Το παιχνίδι είναι συνυφασμένο με την ιστορική εξέλιξη κάθε κοινωνίας και διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στη σωματική, διανοητική, συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Αποτελεί ξεκάθαρη ένδειξη ψυχικής υγείας για την παιδική ηλικία, καθώς κάθε παιδί εκφράζεται, κοινωνικοποιείται, χαίρεται, δημιουργεί, συνεργάζεται, διοχετεύει την χαρά, την οργή, την ματαίωσή του… παίζοντας. «Στη ζωή σου, να κάνεις μόνο ό,τι σε κάνει ευτυχισμένο», λέμε συχνά στα παιδιά μας. Μήπως όμως τα παιχνίδια που τους αγοράζουμε στέλνουν διαφορετικό μήνυμα; Μήπως τα παιχνίδια ωθούν τα κορίτσια να οικειοποιηθούν ένα ρόλο και τα αγόρια έναν άλλο; Μήπως τα παιχνίδια των παιδιών μας, μεταφέρουν λανθασμένα μηνύματα; Στους διαδρόμους των μαγαζιών με παιχνίδια διαπιστώνουμε ξεκάθαρα τι σημαίνει «παιχνίδια για κορίτσια» και «παιχνίδια για αγόρια». Πρώτος διαχωρισμός, τα χρώματα. Για τα κορίτσια ροζ, φούξια και λευκά. Για τα αγόρια μπλε, μαύρο, γκρι και κόκκινο.  Ύστερα, το περιεχόμενο. Τα αγορίστικα παιχνίδια περιέχουν δράση, συχνά βία και κάνουν θόρυβο. Οχήματα με σειρήνες, υπερήρωες με όπλα, κατασκευές. Αντιθέτως στα κοριτσίστικα παιχνίδια απουσιάζει η δράση. Κυριαρχεί η ομορφιά, όπως το μακιγιάζ και τα μαλλιά, και τα παιγνίδια ρόλων, όπως το νοικοκυριό και η φροντίδα μωρών. Συνηθίζουμε λοιπόν να αναφερόμαστε σε «αγορίστικα» ή «κοριτσίστικα» παιγνίδια. Τα παιγνίδια, ωστόσο, δε χρειάζεται να έχουν «γένος». Αποκτούν όμως «γένος» μέσα από τη φυσική ροπή των γονιών, να ανταποκριθούν στα κοινωνικά στερεότυπα, που κυριαρχούν και στις μέρες μας (!) και ζητούν από τους άνδρες να είναι περισσότερο «δυναμικοί» ή «επιθετικοί» και τις γυναίκες να είναι πιο «ευάλωτες», «γλυκές», «συγκαταβατικές» και «προστατευτικές». Τα παιχνίδια δε χρειάζεται να έχουν «γένος» – τουλάχιστον σε απόλυτο βαθμό – διότι έτσι τα παιδιά μαθαίνουν, ότι κάποια πράγματα δεν είναι αντρικά, ή γυναικεία, αλλά ανθρώπινα. Λαθεμένα, δυστυχώς, θεωρούμε ότι η επιλογή των παιχνιδιών διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ταυτότητα του φύλου των παιδιών. Τα παιδιά αποκτούν την ταυτότητα του φύλου τους, κατά την περίοδο των προσχολικών τους χρόνων. Η ταυτότητα του ρόλου του φύλου διαμορφώνεται από βιολογικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Οι κοινωνικοί παράγοντες διαδραματίζουν βασικό και κυρίαρχο ρόλο. Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης (Bandura, 1977), η συμπεριφορά του παιδιού διαμορφώνεται από τη συμπεριφορά των άλλων, ιδιαίτερα των γονέων. Αυτή η συμπεριφορά περιλαμβάνει τις διαφορές φύλου στη συμπεριφορά και τις στάσεις. Ο γονείς και άλλα σημαντικά πρόσωπα ενισχύουν συγκεκριμένες συμπεριφορές και αποθαρρύνουν ή αποδοκιμάζουν άλλες. Κάθε εμπειρία, κάθε αλληλεπίδραση, κάθε δραστηριότητα, ενισχύει κάποια νευρικά κυκλώματα εις βάρος άλλων και όσο πιο μικρό είναι το παιδί τόσο μεγαλύτερη η επίδραση. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι να αντιπαραθέσουμε τη φύση και την ανατροφή, αλλά να εξετάσουμε, πώς η ανατροφή γίνεται φύση: το περιβάλλον στο οποίο παίζουν και μεγαλώνουν τα παιδιά μπορεί να ενθαρρύνει ένα φάσμα ικανοτήτων και να αποκλείσει κάποιο άλλο. Θα ήταν πιο εποικοδομητικό λοιπόν να προωθήσουμε, χωρίς καταναγκασμό, τις φιλίες μεταξύ παιδιών διαφορετικού φύλου κι ένα ευρύτερο φάσμα επιλογών στο παιχνίδι. Υπάρχουν, άλλωστε, ενδείξεις ότι τα παιδιά που έχουν φιλίες με το αντίθετο φύλο σε μικρή ηλικία έχουν πιο υγιείς αισθηματικές σχέσεις ως έφηβοι. Τα σημερινά κορίτσια και αγόρια θα γίνουν στο μέλλον συνάδελφοι, διευθυντές/τριες και υφιστάμενοι/ες οι μεν των δε, σύντροφοι στη ζωή και συν-γονείς. Πώς μπορούν λοιπόν να αναπτύξουν ικανότητες για μια τέτοια συνεργασία, παίζοντας με παιχνίδια, που όλο και περισσότερο δίνουν έμφαση ή ενισχύουν το διαχωρισμό ανάμεσα στο «αρσενικό» και το «θηλυκό»; Φαίνεται πως η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα λεγόμενα «αγορίστικα» και «κοριτσίστικα» παιχνίδια είναι σήμερα πιο λεπτή από ποτέ. Κι ο μικρός Κωστάκης μπορεί να παρατήσει για λίγο τον Spiderman και να βάλει μια φανταστική πλύση με το πλαστικό μίνι πλυντήριο της αδερφής του. Άλλωστε, τη σημερινή εποχή τα στερεότυπα του αρσενικού και του θηλυκού δεν είναι όσο ευδιάκριτα ήταν παλιά. Γιατί προσδοκούμε από το γιο να αντιγράψει μόνο τη συμπεριφορά του μπαμπά, όταν και η μαμά φεύγει την ίδια ώρα το πρωί για το γραφείο της, ή να μιμηθεί η κόρη τη νοικοκυροσύνη της μητέρας, όταν κάποιες δουλειές του σπιτιού έχει αναλάβει ο μπαμπάς; Οι εποχές αλλάζουν, όπως και οι δομές της οικογένειας και της κοινωνίας. Άλλωστε, ακόμα και ο μικρός Κωστάκης είναι πολύ πιο πιθανό να χρειαστεί κάποτε στο μέλλον να βάλει πλυντήριο, παρά να μονομαχήσει! Από την προσχολική, λοιπόν, ηλικία τα  αγόρια καλούνται να αποδεχθούν, πως οι άντρες οφείλουν να είναι αρχηγοί, ανεξάρτητοι, δυνατοί, ανεξάρτητοι και όχι πολύ συναισθηματικοί. Αντίστοιχα, τα κορίτσια ωθούνται να δείχνουν ευάλωτα, ευγενικά, συναισθηματικά… Τα πρότυπα αυτά εμποδίζουν την υγιή ανάπτυξη της ταυτότητας του φύλου τους και περιορίζουν τις κλίσεις και τις δεξιότητες τους. Αγόρια, που διδάσκονται ότι «οι άντρες δεν κλαίνε», στην ενήλικη ζωή τους δυσκολεύονται να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματά τους, ενδέχεται να εκδηλώσουν εσωστρέφεια και έχουν δυσλειτουργικές κοινωνικές σχέσεις.  Όταν έχουν εκπαιδευτεί, πως δουλειές του σπιτιού ανήκουν στις γυναίκες, στο μέλλον ίσως αποφύγουν να συμμετάσχουν στη φροντίδα του παιδιού τους και ενδεχομένως αισθανθούν αμηχανία στην τρυφερή αγκαλιά  της συντρόφου τους. Τελευταίες μελέτες δείχνουν, πως όσοι νέοι δεν έχουν έντονα ανεπτυγμένα τα στερεότυπα του φύλου τους τείνουν να έχουν καλύτερο αυτοσυναίσθημα, ενσυναίσθηση και λειτουργικότητα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Σαν ενήλικοι, επιτυγχάνουν επαγγελματική ολοκλήρωση, καθώς η συμπεριφορά τους  είναι σαφώς πιο προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις των καιρών μας. Με βάση τα παραπάνω κάθε γονιός καλείται να προωθήσει μια πιο ευέλικτη διαπαιδαγώγηση αναφορικά με το φύλο των παιδιών. Πρέπει να εκπαιδεύσουμε τους γιους μας, πως είναι πολύτιμα όλα τα συναισθήματα, πως δεν υφίστανται αντρικές και γυναικείες δουλειές στο σπίτι, αλλά μόνον δουλειές που πρέπει να γίνουν, πως η επιβολή του ισχυρότερου δεν είναι αποδεκτή… Παρομοίως, τα κορίτσια ας μάθουν, πως δεν είναι ντροπή να παίζουν με οχήματα ή υπερήρωες, πως οι γυναίκες και οι άντρες είναι εξίσου καλοί οδηγοί και πως το φύλο τους δε θα εμποδίσει την επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Μόνο έτσι τα παιδιά θα αποκτήσουν προσαρμοστικότητα και αυτοπεποίθηση, αξίες ιδιαίτερα χρήσιμες για τη ζωή τους. Ίσως να έχει ξεκινήσει μια εξέγερση εναντίον αυτού του «απαρτχάιντ». Αξίζει να δούμε ένα επίκαιρο «παιδικό» βίντεο, που κάνει θραύση στο YouTube: Το «Riley on Marketing» δείχνει ένα κοριτσάκι μπροστά σε έναν τοίχο από ροζ πακέτα να ρωτάει: «Γιατί όλα τα κορίτσια πρέπει να αγοράζουν ροζ πράγματα, ενώ τα αγόρια μπορούν να αγοράζουν πράγματα με διάφορα χρώματα;».

σχολικός εκφοβισμός

Posted: Friday, 02 May 2014
σχολικός εκφοβισμός
Εισαγωγικά

 Η ενδοσχολική βία και ο εκφοβισμός μεταξύ των μαθητών έχει αρχίσει να γίνεται αντικείμενο προσοχής, συζήτησης και μελέτης και στην Ελλάδα. Θεωρείται πλέον κοινωνικό πρόβλημα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα σχετικών ερευνών που διεξάγονται σε σχολεία της χώρας. Στην ετήσια έκθεσή του, ο Συνήγορος του Παιδιού επισημαίνει τη δραματική αύξηση των κρουσμάτων ενδοσχολικής βίας στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία. Η 6η Μαρτίου καθιερώθηκε, ως Πανελλήνια Σχολική Ημέρα κατά της Βίας στο Σχολείο. Οι όροι που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το φαινόμενο είναι: «ενδοσχολική βία» (school bullying), «σχολικός εκφοβισμός» και «θυματοποίηση» (victimization). Κι ορίζουν μια κατάσταση κατά την οποία ασκείται εσκεμμένη, απρόκλητη, συστηματική και επαναλαμβανόμενη βία και επιθετική συμπεριφορά με σκοπό την επιβολή, την καταδυνάστευση και την πρόκληση σωματικού και ψυχικού πόνου σε μαθητές από συμμαθητές τους, εντός και εκτός σχολείου. Ο εκφοβισμός και η βία στο σχολείο είναι ξεκάθαρα ομαδικό φαινόμενο, καθώς δεν αφορά μόνο το μαθητή που εκφοβίζει και εκείνον που εκφοβίζεται, αλλά και όσους είναι παρόντες ή γνωρίζουν την ύπαρξή του, δηλαδή τους παρατηρητές, οι οποίοι μπορεί να είναι είτε μαθητές, είτε εκπαιδευτικοί. Δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις τα περιστατικά βίας και εκφοβισμού στα σχολεία δεν αντιμετωπίζονται κατάλληλα. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα τα περιστατικά ενδοσχολικής βίας αποσιωπούνται σκόπιμα, διότι θεωρείται ότι εκθέτουν και στιγματίζουν τους θύτες, τα θύματα και το κύρος του σχολείου ή της κοινωνίας. Η ενδοσχολική βία και ο εκφοβισμός έχει πολλές και σοβαρές επιπτώσεις, τόσο στη σωματική και ψυχική υγεία, όσο και στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα οι συνέπειες είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες και είναι δυνατόν να έχουν τραγικά αποτελέσματα. Ασφαλώς η βία μεταξύ των παιδιών δεν είναι κάτι το καινούριο. Μπορούμε να αναλογιστούμε και παραδείγματα από την παγκόσμια λογοτεχνία σε πολύ γνωστά λογοτεχνικά έργα όπως «οι περιπέτειες του Τόμας Μπράουν» ή «ο Όλιβερ Τουίστ» Η χώρα μας πλέον ζει έντονα την εποχή της παγκοσμιοποίησης και το μονοπολιτισμικό εκπαιδευτικό σύστημα των περασμένων ετών, αντικαταστάθηκε από ένα πολυπολιτισμικό και έντονα ποικιλόμορφο σύστημα, στο οποίο η χώρα μας φαίνεται να μην έχει καταφέρει να προσαρμοστεί ακόμη. Η βία και η επιθετικότητα ήταν ανέκαθεν παρούσα στην αναπτυξιακή πορεία των παιδιών και εφήβων εντός κι εκτός σχολικού πλαισίου. Η βία των λέξεων, των κινήσεων ή των πράξεων, η βία του ενός ή των πολλών, η βία της απότομης ενηλικίωσης ή της περιθωριοποίησης, η βία του ρατσισμού ή της υπεροχής, η γοητεία της βίας, οι χώροι της βίας, τα θύματα της βίας… συνιστούν ενδημικό και επιδεινούμενο πρόβλημα, αν εμείς δε συμβάλλουμε στην κατάλληλη αντιμετώπισή του. Το σχολείο καλείται λοιπόν, αφενός να κατανοήσει κι αφετέρου να μάθει να διαχειρίζεται τις κρίσεις, που προκαλούν η ανισότητα, η αδικία και η αμάθεια εντός και εκτός «των σχολικών τειχών». Το σχολείο αποτελεί το σπασμένο καθρέφτη διαλυμένων οικογενειακών σχέσεων, εφηβικών υπαρξιακών δυσκολιών, πολύπλοκων κοινωνικών ανισοτήτων και προβλημάτων. Κουλτούρες της κοινωνίας και της οικογένειας, πολυπολιτισμικές κουλτούρες και υποκουλτούρες του δρόμου συναντώνται μέσα στη σχολική τάξη. Υποβαθμισμένη ζωή σημαίνει υποβαθμισμένο σχολείο και ίσως και υποβαθμισμένα όνειρα και μέλλον.

Αίτια

Το φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας και του εκφοβισμού είναι σύνθετο και στην εκδήλωσή του συμβάλλει η αλληλεπίδραση ατομικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Ειδικότερα, καταλυτικό ρόλο παίζουν τα ατομικά χαρακτηριστικά των παιδιών, τα χαρακτηριστικά του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, οι διάφορες πλευρές του σχολικού περιβάλλοντος, το ψυχολογικό κλίμα του σχολείου, οι πολιτικές του εκπαιδευτικού συστήματος, οι στάσεις των ίδιων των παιδιών, των γονέων και των εκπαιδευτικών απέναντι στη βία, ο τρόπος προβολής της βίας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο έκδηλος ρατσισμός, καθώς και γενικότερα κοινωνικά προβλήματα, που ενισχύουν τις αντικοινωνικές συμπεριφορές. Πολλές φορές στόχος γίνεται το «διαφορετικό», το οποίο μπορεί να αφορά σε οποιοδήποτε ανθρώπινο γνώρισμα, είτε εξωτερικό, είτε εσωτερικό, όπως το χρώμα του δέρματος, η εθνικότητα, το φύλο, το βάρος, η σχολική επίδοση, η κοινωνική συστολή… Με την έννοια αυτή ο καθένας μπορεί να γίνει στόχος εκφοβιστικών και βίαιων συμπεριφορών σε κάποια φάση της σχολικής του ζωής και συνεπώς το συγκεκριμένο φαινόμενο μας αφορά όλους. Οι ανθρώπινες κοινωνίες ό,τι διαφέρει, το κοροϊδεύουν και το περιθωριοποιούν (π.χ. ο τρελός του χωριού) κι έτσι ο αποκλίνων, από παράγοντας που απειλεί τη συνοχή μιας ομάδας, γίνεται παράγοντας που ενισχύει την συσπείρωσή της. Τα παιδιά που εκφοβίζουν μπορεί σε άλλο χώρο ή χρόνο να ήταν ή και να είναι ακόμα και τώρα αποδέκτες εκφοβιστικών και βίαιων συμπεριφορών. Οι μαθητές συχνά εκφοβίζουν για να νιώσουν ανώτεροι από τους άλλους καθώς αντλούν ισχύ και δύναμη από τη συγκεκριμένη μορφή συμπεριφοράς. Επίσης, μέσα από την εκδήλωση εκφοβιστικών συμπεριφορών μπορεί να στοχεύουν στο να τραβήξουν την προσοχή, να τύχουν αποδοχής και να γίνουν περισσότερο δημοφιλείς από ότι ήταν στο παρελθόν. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν γίνονται περισσότερο δημοφιλείς, αλλά αντίθετα η πλειοψηφία της μαθητικής κοινότητας τους φοβάται και προσπαθεί να τους αποφύγει. Ακόμα, οι μαθητές που εκφοβίζουν σε αρκετές περιπτώσεις είναι δυστυχισμένοι και προσπαθούν να μεταφέρουν το έλλειμμα χαράς που νιώθουν στους άλλους. Ένα άλλο στοιχείο που συνδέεται με την εκδήλωση εκφοβιστικών συμπεριφορών είναι και τα συναισθήματα ζήλιας που μπορεί να νιώθει το παιδί που εκφοβίζει για τον αποδέκτη της εκφοβιστικής συμπεριφοράς. Οι μαθητές που εκφοβίζουν στοχεύουν στη «διαφορετικότητα» του άλλου για να τον κάνουν να νιώσει άσχημα για τον εαυτό του και να τον απαξιώσουν. Σημαντικοί παράγοντες για την έκφραση βίας από παιδιά επίσης είναι:
  • η διαταραγμένη σχέση των γονέων και οι συγκρούσεις στην οικογένεια
  • η συναισθηματική στέρηση και η παραμέληση
  • η κακοποίηση στην οικογένεια
  • η έλλειψη επικοινωνίας
  • η κατάχρηση ουσιών
  • η χαμηλή κοινωνικό-οικονομική κατάσταση της οικογένειας.
Θα ήθελα τέλος να εστιάσω την προσοχή μας στην επίδραση της οικογενείας στην εκδήλωση του φαινομένου, που μας απασχολεί. Η οικογένεια είναι η βασική μονάδα της ανάπτυξης και της εμπειρίας για τα παιδιά, της εκπλήρωσης και της αποτυχίας. Είναι η βασική μονάδα της ασθένειας και της υγείας. Η πηγή των προβλημάτων του σχολικού εκφοβισμού ξεκινά από την οικογένεια και στη συνέχεια διαχέεται κι εκδηλώνεται στο σχολικό χώρο.

Μορφές εκφοβισμού.

Η ενδοσχολική βία και ο εκφοβισμός που εκδηλώνεται μεταξύ των μαθητών έχει τις εξής μορφές: σωματική, λεκτική, ψυχολογική και κοινωνική. Οι πιο συνηθισμένες εκδηλώσεις είναι: • χειρονομίες, σπρωξιές, ξυλοδαρμοί, φυσικός τραυματισμός ή απειλή τραυματισμού προς κάποιον. • φραστικές επιθέσεις, βρισιές, προσβολές, απειλές, γελοιοποίηση συνεσταλμένων παιδιών, συστηματική χρησιμοποίηση υβριστικών εκφράσεων, εκτεταμένη χρήση παρατσουκλιών. • εκβιασμοί, διάδοση κακοηθών και ψευδών φημών • καταστροφή προσωπικών αντικειμένων • κλοπές, εκούσια απόσπαση χρημάτων ή προσωπικών αντικειμένων, η οποία συνοδεύεται από απειλές. • αποκλεισμός και απομόνωση από παρέες, ομαδικά παιχνίδια και κοινωνικές δραστηριότητες. Τέλος θα ήθελα να περιγράψω εκτενέστερα δύο μορφές εκφοβισμού και βίας, που συναντώνται τα τελευταία χρόνια εξαιρετικά συχνά: τη σεξουαλική παρενόχληση και τον ηλεκτρονικός εκφοβισμό: Ο σεξουαλικός εκφοβισμός αποτελεί εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα μέσα στα όρια του σχολικού χώρου, σημειώνει όλο και μεγαλύτερη αύξηση και εκδηλώνεται σε όλο και μικρότερη ηλικία. Ο σεξουαλικός εκφοβισμός σημειώνεται με ποικίλες μορφές και είναι δυνατόν να καλύπτει ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών, από ένα περιστατικό λεπτομερειακής ζωγραφιάς, στη μορφή γκράφιτι σε κάποιο τοίχο του σχολείου, σε υβριστικά σχόλια, απρεπές άγγιγμα έως και σοβαρές σεξουαλικές επιθέσεις. Επιπροσθέτως, η συγκεκριμένη μορφή εκφοβισμού περιλαμβάνει απειλές, λεκτική παρενόχληση, προσβλητικά γράμματα και εικόνες, αλλά και προσβλητικά μηνύματα με πονηρό περιεχόμενο χωρίς τη θέληση του παιδιού στο οποίο απευθύνονται. Μία νέα μορφή εκφοβισμού αποτελεί το Cyberbullying, ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός. Ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός περιλαμβάνει την αποστολή απειλητικού ή υβριστικού υλικού, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή κακόβουλων γραπτών μηνυμάτων. Το κινητό τηλέφωνο αποτελεί συχνά το μέσο εκβιασμού και ξεφτιλισμού παιδιών, που τις περισσότερες φορές δεν γνωρίζουν καν ότι πρωταγωνιστούν σε φωτογραφίες και βιντεάκια, μέχρι που ενημερώνονται ότι κυκλοφορούν στο διαδίκτυο σε τόπους κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό όμως που πραγματικά σοκάρει, είναι το γεγονός ότι στο διαδίκτυο έχουν πλέον δημιουργηθεί και ομάδες, οι οποίες «προσηλυτίζουν» νέα παιδιά στην επικίνδυνη φάση της εφηβείας, εκμεταλλεύονται τις ανησυχίες και τα διάφορα συμπλέγματα που διακρίνουν κάθε παιδί σ” αυτήν την ηλικία και τα ωθούν έως και στην αυτοκτονία προτείνοντας θεαματικούς τρόπους που θα μπορούσαν να δώσουν τέλος στη ζωή τους! Συχνότητα Στην Ελλάδα, τα δεδομένα διαφόρων ερευνών δείχνουν ότι: • Το 10%-15% των μαθητών πέφτει θύμα διαφόρων μορφών βίας στο σχολείο. • Οι μαθητές που ασκούν βία, δηλαδή οι θύτες, υπολογίζεται ότι ξεπερνούν το 5% του συνόλου των μαθητών. • Έχει παρατηρηθεί ότι τα αγόρια εμπλέκονται περισσότερο σε περιστατικά σωματικής βίας σε σύγκριση με τα κορίτσια, τα οποία φαίνεται να εμπλέκονται πιο συχνά σε περιστατικά λεκτικής βίας. • Τα αγόρια σε σχέση με τα κορίτσια εμπλέκονται πιο συχνά σε περιστατικά βίας, σε αναλογία 3 προς 1. • Τα περιστατικά ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού εκδηλώνονται με μεγαλύτερη συχνότητα στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, ενώ στο λύκειο μειώνονται. • Οι μισοί από τους μαθητές – θύματα βίας δεν αναφέρουν πουθενά το γεγονός, ενώ οι υπόλοιποι μισοί συνήθως το αναφέρουν σε φίλους τους και σπανιότερα στους εκπαιδευτικούς ή τους γονείς τους.

Ενδείξεις.

Ορισμένες ενδείξεις που πιθανόν να υποδηλώνουν ότι το παιδί έχει πέσει θύμα βίας και εκφοβισμού στο σχολείο είναι: • η μειωμένη διάθεσή του ή η άρνησή του να πάει στο σχολείο με πρόσχημα κάποια αδιαθεσία, • οι αδικαιολόγητες απουσίες του, • η απροσδόκητη μαθησιακή του πτώση που αποτυπώνεται με βαθμούς που πέφτουν, • το γεγονός ότι περνά το χρόνο του στα διαλείμματα κοντά στους εκπαιδευτικούς και τα γραφεία • καθυστερεί να πάει στο σχολείο ή αργεί να επιστρέψει στο σπίτι,
  • παραπονιέται για ψυχοσωματικά προβλήματα (πονοκέφαλο, στομαχόπονο, συχνές ιώσεις, αϋπνίες, έντονη ονυχοφαγία, τικ, εφιάλτες, ανορεξία ή βουλιμία…)
  • παρουσιάζονται έντονες και αδικαιολόγητες αλλαγές στη διάθεσή του
  • νιώθει μελαγχολία, εκφράζει λύπη, εκδηλώνει άγχος, έχει έντονα ξεσπάσματα οργής, μιλά απαξιωτικά για τον εαυτό του…
• αρχίζει να αλλάζει τις διαδρομές από τις οποίες συνήθιζε να πηγαίνει στο σχολείο ή να επιστρέφει από το σχολείο στο σπίτι, • τα ρούχα του είναι συχνά σκισμένα και κατεστραμμένα, • έχει σημάδια και μελανιές στο σώμα ή άλλες ενδείξεις επίθεσης και αποφεύγει να εξηγήσει πώς συνέβησαν, • χάνει συχνά τα πράγματά του, • ζητάει συχνά χρήματα από τους γονείς του γιατί χάνει αυτά που του δίνουν, • αρνείται να συμμετέχει σε σχολικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες. Επιπτώσεις Οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις του εκφοβισμού και της βίας στα παιδιά είναι πολλές και σοβαρές. Τα παιδιά που γίνονται θύματα εκφοβισμού και βίας είναι δυνατόν να νοιώσουν έντονο άγχος και αισθήματα ανασφάλειας, να έχουν φοβίες, να παρουσιάσουν σχολική άρνηση, να απουσιάζουν συχνά από το σχολείο, να οδηγηθούν σε σχολική αποτυχία, να εμφανίσουν μαθησιακές δυσκολίες, ψυχοσωματικά προβλήματα όπως πονοκέφαλους, πόνους στην κοιλιά, διαταραχές ύπνου, ενούρηση… καθώς και κατάθλιψη. Τα παιδιά θύτες, δηλαδή αυτά που ασκούν τη βία και τον εκφοβισμό, αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να απομακρυνθούν από το σχολείο, να διακόψουν τη σχολική φοίτηση, να εμφανίσουν τάσεις φυγής από το σπίτι και να εξελιχθούν, σε ποσοστό που προσεγγίζει το 50%, σε ενήλικες με αντικοινωνική και παραβατική συμπεριφορά. Οι συνέπειες της ενδοσχολικής βίας και του εκφοβισμού στα παιδιά είναι σοβαρές και καθοριστικές για την ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη και εξέλιξη. Γι” αυτό η συστηματική πρόληψη και η κατάλληλη αντιμετώπιση κάθε μορφής βίας στο σχολείο είναι πολύ σημαντική. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα παιδιά έχουν απόλυτο δικαίωμα να βρίσκονται σε ένα σχολικό περιβάλλον το οποίο να τους παρέχει ασφάλεια και προστασία. Αντιμετώπιση Κάθε μέλος της σχολικής κοινότητας έχει ρόλο και ευθύνη για την αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού. Ο βαθμός εμπλοκής κάθε μέλους, σχετίζεται τόσο με την ιδιότητά του, όσο και με τη σοβαρότητα, τη συχνότητα και την ένταση του περιστατικού εκφοβισμού. Άλλος είναι ο ρόλος και η ευθύνη του διευθυντή του σχολείου, άλλος του δασκάλου, άλλος των συμμαθητών, άλλος των γονιών. Γενικότερα εάν αντιληφθείτε ότι ένα παιδί είναι θύμα εκφοβισμού και βίας από συμμαθητές του στο σχολείο πρέπει να αποφύγετε παρορμητικές αντιδράσεις και να αντιμετωπίσετε όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμα την κατάσταση. Χρειάζεται αμέσως: • να συζητήσετε με το παιδί, • να το διαβεβαιώσετε ότι «δεν ευθύνεται το ίδιο για ό,τι έχει συμβεί», • να του υπενθυμίσετε ότι το νοιάζεστε και ότι είστε αυτοί που το προστατεύετε, • να του τονίσετε ότι μπορείτε να αντιμετωπίσετε την κατάσταση μαζί, • να του πείτε ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μόνο αν «σπάσει η σιωπή», • να του εξηγήσετε ότι το να μιλήσει στους ενήλικες για περιστατικά βίας και εκφοβισμού δεν αποτελεί «κάρφωμα», • να προτείνετε στο παιδί πρακτικούς τρόπους για την αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων και • να ζητήσετε συμβουλευτική από ειδικό ψυχικής υγείας.

Επιβιώνω ανήκοντας!


Η συστημική – υπαρξιακή θεώρηση εστιάζει σε ένα βασικό σκεπτικό, το «να επιβιώνεις ανήκοντας», το οποίο εκτοπίστηκε σήμερα και η διαστρέβλωση αυτής της κατάστασης οδηγεί σε δυσλειτουργίες, δηλαδή σε ψυχοπαθολογία. Και οι έφηβοι εκφράζουν ανάγλυφα στην κοινωνία, την οικογένεια, την ομάδα αυτές τις δυσλειτουργικές διεργασίες. Και η περίοδος αυτή που βιώνουμε οι Έλληνες είναι εξαιρετικά κρίσιμη με πολλαπλές κοινωνικές δυσλειτουργίες και με ακόμα περισσότερες απειλές. Σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, όπως η τωρινή, το κάθε σύστημα αναπτύσσεται και εξελίσσεται ή κολλάει και υποφέρει. Η κρίση των τελευταίων ετών μας έχει αγγίξει όλους. Όλοι νιώθουμε την πίεση, όλοι αναζητούμε τη χαρά και το κέφι, όλοι «παλεύουμε» με τον εαυτό, τη σχέση, τη δουλειά, τη ζωή μας… Παράλληλα οι νέοι, που εκφοβίζονται συνεχώς αυξάνονται, η καταθλιπτική διάθεση εκδηλώνεται με ρυθμό μεταδιδόμενης νόσου, τα περιστατικά αυτοκτονίας γίνονται καθημερινή ρουτίνα στις ειδήσεις, δυσάρεστες εμπειρίες, όπως αυτές της θλίψης, του πόνου, του πένθους όλους μας διακατέχουν… Πιο επιτακτική από ποτέ εκδηλώνεται λοιπόν η ανάγκη ανάπτυξης ενός νέου μοντέλου συν-ύπαρξης εντός της κοινωνίας, μίας επαναδιαπραγμάτευσης του «να επιβιώσουμε ανήκοντας» ενάντια στην κρίση, προκειμένου να καταστεί η παρούσα περίοδος, ευκαιρία για εξέλιξη. Η κατανόηση, η ενσυναίσθηση, η αλληλεγγύη αποτελούν τα εργαλεία για να προχωρήσουμε και να αλλάξουμε.

Μιλώντας για το διαζύγιο.

Posted: Friday, 02 May 2014
Μιλώντας για το διαζύγιο.

Οι γάμοι σήμερα είναι καλύτεροι παρά ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι σύντροφοι μπορούν να είναι φίλοι. Στο παρελθόν οι άντρες δεν εμπιστεύονταν τα σοβαρά θέματα στις γυναίκες, κι αυτές, αντίστοιχα, δεν εμπιστεύονταν την καρδιά τους ολόκληρη. Επίσης, σήμερα το σεξ μπορεί να αφορά και τους δύο κι όχι μόνο τον έναν. Από την άλλη, έρευνες αναφέρουν ότι το 30% των γάμων καταλήγουν σε διαζύγιο. Με πιο απλά λόγια, από τους 10 γάμους, που θα πραγματοποιηθούν το προσεχές Σαββατοκύριακο… περίπου οι 3 θα διαλυθούν αργά ή γρήγορα. Τί συνεπάγεται αυτό για τους δύο (πρώην) συντρόφους και πώς βιώνουν σήμερα τον χωρισμό οι ίδιοι και τα παιδιά τους; Ένα διαζύγιο κρύβει πάντα ματαίωση…

 Ένα διαζύγιο είναι, εκ των πραγμάτων, ένας θάνατος αφού κρύβει μέσα του μία έντονη ματαίωση. Ας μη ξεχνάμε ότι για τους δυο ανθρώπους έχει συνήθως προηγηθεί μια περίοδος γοητείας, ένας έρωτας και μια πρόκληση, ότι η σχέση θα επιτύχει. Το ζευγάρι ξεκινά με την πεποίθηση, ότι θα είναι για πάντα μαζί, θα γεράσουν μαζί, θα μοιραστούν και θα δημιουργήσουν κοινά πράγματα. Προσδοκά ο ένας από τον άλλο να τον φροντίσει, να του χαρίσει αγάπη και αντ΄ αυτού βιώνουν και οι δύο με επώδυνο τρόπο μία περίοδο συγκρούσεων, πόνου, λύπης ή προσωπικών ανακατατάξεων, που καταλήγει στην πλήρη ρήξη, τον οριστικό χωρισμό. Οι δύο πρώην σύζυγοι πενθούν ή καλύτερα οφείλουν να πενθήσουν την απώλεια ενός σημαντικού μέρους της ζωής τους σε υπαρξιακό επίπεδο. Συνεπώς δε νοείται ανώδυνο, ιδανικό κι ανέφελο διαζύγιο, ούτε για το ζευγάρι, ούτε ασφαλώς και για τα παιδιά. Κάθε διαζύγιο κρύβει συνήθως για τους πρωταγωνιστές του έντονο θυμό. Το συναίσθημα του θυμού πάντοτε εκφράζει ανεκπλήρωτες επιθυμίες, κρυφά ή φανερά «θέλω», που δεν μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν. Έτσι στο ζευγάρι, που χωρίζει, νιώθει θυμωμένος ο ένας για τον άλλο. Ο καθένας απαιτούσε από τον άλλο, με τρόπο ανώριμο κι άγαρμπό, να του χαριστεί ευτυχία, φροντίδα και χαρά. Και το αίσθημα της στέρησης κυριαρχούσε εντός του γάμου και διατηρείται και μετά τη διάλυσή του. Τα παιδιά. Κι όχι μόνο… Το διαζύγιο αφορά τους δύο συντρόφους, αφορά όμως εξίσου και τα παιδιά. Ο χωρισμός σηματοδοτεί τη διακοπή της συζυγίας, παύουν δύο άνθρωποι ουσιαστικά και τυπικά να είναι σύζυγοι. Γονείς δεν παύουν ποτέ να είναι. Πολλά ζευγάρια αναβάλλουν ή επισπεύδουν τον χωρισμό για χάρη παιδιών. Τα ρωτούν ευθέως ή πλαγίως, προκειμένου να διώξουν τις ενοχές τους για την απόφασή τους να διαλύσουν το γάμο τους, «τόσο που τσακωνόμαστε με το μπαμπά, δεν είναι καλύτερα να χωρίσουμε;». Καλούνται δηλαδή τα παιδιά να φροντίσουν τους γονείς τους, να τους βγάλουν από τη δύσκολή θέση κι όχι το αντίστροφο. Σε άλλες περιπτώσεις ο γάμος δε διαλύεται για να μην κλονιστεί τάχα η ψυχική ισορροπία των παιδιών. Κυριαρχεί μόνιμα ένα πολεμικό κλίμα μεταξύ των συντρόφων, οι γονείς τσακώνονται διαρκώς και η επιθετικότητα τους, καταστρέφει κάθε ευκαιρία χαράς και ευτυχίας εντός του σπιτιού. Δε διαλύουν το γάμο όμως για να μην ταράξουν τα παιδιά. Προφανώς και δε μένουν για χάρη των παιδιών σε τέτοιους γάμους. Μένουν γιατί τους κινητοποιεί η σαδομαζοχιστική σχέση τους και η αυτοκαταστροφικότητα που κρύβουν μέσα τους. Ωστόσο όπως ο γάμος είναι απόφαση των δύο συντρόφων, ομοίως και η διάλυση του παραμένει αποκλειστικά δική τους επιλογή κι ευθύνη. Οφείλουν με τρόπο ώριμο και σταθερό να αποφασίσουν το χωρισμό τους και με αίσθημα προσωπικής ευθύνης να υπερασπιστούν την απόφασή τους. Ένα διαζύγιο σηματοδοτεί το τέλος μίας περιόδου σημαντικής και ως οριστικό τέλος οφείλει να καταγραφεί. Για το καλό των πρώην συζύγων, αλλά και για το συμφέρον των παιδιών, θα ήταν καλό να αποφεύγονται οι φιλικές σχέσεις μεταξύ των χωρισμένων γονέων και η αγωνία να δείξουν ότι όλα κυλούν ιδανικά μεταξύ τους μετά το διαζύγιο (κοινές διακοπές, κοινά γιορτινά γεύματα…). Κάτι τέτοιο μπερδεύει τα παιδιά. Αναρωτιούνται, γιατί χώρισαν οι γονείς τους, αφού συμφωνούν σε όλα και δε τσακώνονται πλέον. Φαντασιώνονται μία επανασύνδεση του γάμου κι επιστροφή σε οικογενειακές στιγμές του παρελθόντος. Η ζωή ενός παιδιού αλλάζει ριζικά μετά από ένα διαζύγιο και η ευθύνη βαρύνει ολοκληρωτικά τους γονείς του. Οφείλουν, κατά συνέπεια, και οι δύο γονείς να μιλήσουν με απόλυτη ειλικρίνεια για την απόφασή τους να χωρίσουν και να απαντήσουν σε κάθε ερώτησή του. Να το διαβεβαιώσουν ότι δε φταίει εκείνο για την εξέλιξη αυτή στο γάμο τους και ότι θα είναι παρόντες στη ζωή του, ιδίως ο γονιός που αποχωρεί από το σπίτι. Είναι μύθος ότι τα παιδιά δεν πονούν, όταν οι γονείς χωρίζουν με τρόπο πολιτισμένο. Κάθε παιδί, όπως και κάθε γονιός άλλωστε, ταράζεται, θυμώνει, πενθεί μετά από ένα διαζύγιο. Ας μην ξεχνάμε, ότι τα συναισθήματα αυτά βασανίζουν την παιδική ψυχή ήδη πριν την ανακοίνωση του οριστικού χωρισμού, ήδη από την περίοδο, που ηχεί υπόκωφα ο επικείμενος χωρισμός, από τότε που κάτι δεν πήγαινε καλά με τους γονείς. Αναζήτηση προσωπικής ευθύνης… Ο άντρας και η γυναίκα που βγαίνουν από έναν αποτυχημένο γάμο και βιώνουν την επώδυνη διαδικασία του διαζυγίου θα πρέπει να έχουν ως πρώτη έγνοια την έξοδο από την οδύνη, που αυτό σηματοδοτεί. Κι αυτό πραγματώνεται μόνο μέσα από την αναζήτηση της προσωπικής ευθύνης του καθένα για την πορεία του γάμου, γεγονός που κρύβει γενναιότητα. Απαιτείται κινητοποίηση, ανάληψη προσωπικής ευθύνης και σταθερή προσπάθεια κατανόησης σε καθαρά προσωπικό – υπαρξιακό επίπεδο. Διαφορετικά η μετάβαση από τη σχέση στη μη σχέση, από την παρουσία στην απουσία, θα καταλήξει σε αδιέξοδη διαχείριση πόνου, σε ματαίωση και σε κενό. Για παράδειγμα, κατά την χρονική περίοδο αμέσως μετά τον χωρισμό παρατηρείται το εξής παράδοξο.

Οι πρώην σύζυγοι ξεκινούν ο καθένας ξεχωριστά να επιδεικνύουν εξαιρετική φροντίδα για τον εαυτό τους. Προσέχουν ιδιαιτέρως την εξωτερική τους εμφάνιση, αποκτούν ενδιαφέροντα κι ασχολίες, αναπτύσσουν περισσότερες κοινωνικές σχέσεις… Ξεκινούν με άλλα λόγια να φροντίζουν τον εαυτό τους όχι εντός του γάμου, αλλά μόλις αυτός διαλύεται. Ενώ κάτι τέτοιο είναι προφανώς θεμιτό για την μετάβαση στην φάση της μη σχέσης στην ζωή του ατόμου, ωστόσο πρέπει να μας κάνει να αναλογιστούμε τις ευθύνες μας απέναντι στον εαυτό μας όταν είμαστε μέσα σε αυτήν. Το διαζύγιο, ως απόφαση ζωής. Τα αρνητικά συναισθήματα όλων, των πρώην συντρόφων και των παιδιών τους, θα πάρουν χρόνο για να μετατραπούν σε θετική εμπειρία και αυτογνωσία. Απαιτείται προσωπική προσπάθεια και κινητοποίηση. Απαιτείται μία βαθιά κατανόηση σε γεγονότα και συμπεριφορές. Απαιτείται μία μετάβαση από την απλή διαχείριση του πόνου και της οδύνης, λόγω της απώλειας, σε μία διαδικασία συγχώρεσης και ωρίμανσης, κάτι που χαρίζει δύναμη, αντοχή στην ματαίωση και ισχυρή αυτοπεποίθηση. Η δυσκολία στη συνύπαρξη κρύβει μέσα της μία δυσκολία στην ίδια την ύπαρξη. Συνεπώς ένα διαζύγιο μπορεί να αποτελέσει τελικά μία κινητοποίηση τέτοια, που θα οδηγήσει σε καταπληκτικά αποτελέσματα. Μπορεί να αποδειχθεί απόφαση ζωής και να αποτελέσει πηγή δύναμης, δημιουργίας και υπαρξιακής ωρίμανσης.

τα παιδία δεν παίζει…

Posted: Friday, 02 May 2014
τα παιδία δεν παίζει…
«Κάθε παιδί είναι ένας καλλιτέχνης. Το πρόβλημα είναι να παραμείνεις ένας καλλιτέχνης, όταν μεγαλώσεις» Pablo Picasso


Βασικό γνώρισμα της σύγχρονης εποχής αποτελεί η αυτοματοποίηση και η ταχύτητα. Η τεχνολογία τείνει να κάνει τα πάντα γύρω μας πιο γρήγορα και πιο αποδοτικά. Ο ρυθμός της ζωής κινείται κι αυτός με κεκτημένη ταχύτητα, με άμεσο αποτέλεσμα ο ελεύθερος χρόνος των ανθρώπων, αντί να αυξάνει, τελικώς να μειώνεται. Όλοι βιαζόμαστε κάπου να φτάσουμε και η καθημερινότητα γίνεται τόσο πιεστική που δύσκολα παρέχει ικανοποίηση και χαρά. Κι αυτό οδηγεί σε πολλαπλές ματαιώσεις, μία από τις οποίες είναι και η απώλεια της παιδικότητας στην παιδική ηλικία. Τα παιδιά σήμερα μοιάζουν να προσπαθούν από τους πρώτους μήνες της ζωής τους να ωριμάσουν πρόωρα. Οποιοδήποτε αναπτυξιακό στάδιο της παιδικής ηλικίας κατακτηθεί νωρίτερα αποτελεί τρανή απόδειξη ευφυΐας για το παιδί και καμάρι για τους γονείς, οι οποίοι βιάζονται να μεγαλώσουν και να ωριμάσουν νωρίτερα τα παιδιά τους. Τα παιχνίδια της προσχολικής ηλικίας, για παράδειγμα, αποτελούν πιστές απομιμήσεις αντικειμένων της ενήλικης ζωής (μικρογραφίες εργαλείων, μαγειρικών σκευών – οχημάτων των ενηλίκων). Πριν την εισαγωγή των παιδιών στην Α΄ Δημοτικού, τα περισσότερα γνωρίζουν να γράφουν γράμματα της αλφαβήτας και αριθμούς ή και να συλλαβίζουν. Και πριν ολοκληρωθεί η βασική εκπαίδευση των έξι τάξεων του Δημοτικού, οι μαθητές καταλήγουν να εργάζονται περισσότερες ώρες από τους γονείς τους. Μέχρι το μεσημέρι μαθήματα στο σχολείο, στην συνέχεια μία ή δύο ξένες γλώσσες κι εξωσχολικές δραστηριότητες (μπαλέτο, καράτε, μουσική…) και ασφαλώς τις βραδινές ώρες μελέτη για την επόμενη ημέρα στο σχολείο. Το παιδικό παιγνίδι και τραγούδι, ο αυτοσχεδιασμός, η συναναστροφή με τους συνομηλίκους, ο ελεύθερος χρόνος, η ανεμελιά και το κέφι των μικρών παιδιών τείνουν να περιοριστούν σε μεγάλο βαθμό. Όσο για τους εφήβους, το εκπαιδευτικό τους πρόγραμμα μέχρι την τελευταία τάξη του Λυκείου γίνεται εξαιρετικά εξαντλητικό κι αποτελεί ξεκάθαρη μορφή κακοποίησης της ζωντάνιας και του κεφιού τους για ζωή. Δεν διασκεδάζουν, ούτε συμμετέχουν σε ομαδικές δραστηριότητες. Συχνά σε συνθήκες μεγάλων πόλεων, καταλήγουν να ζουν μία έντονη μοναξιά ατομικής ικανοποίησης κι απόλαυσης. Δε επικοινωνούν επαρκώς με τους συμμαθητές τους και δεν αυτονομούνται με τρόπο λειτουργικό. Με λίγα λόγια, τα παιδιά της χαράς και της ζωής καταλήγουν παιδιά του καθήκοντος. Η γκρίνια αντικαθιστά την απόλαυση και η κούραση τη ζωντάνια. Ο προσωπικός ελεύθερος χρόνος αποτελεί πολυτέλεια για τους νέους ανθρώπους, οι οποίοι δεν μαθαίνουν να σχετίζονται μεταξύ τους, να ερωτεύονται τη μάθηση, τη γνώση, τη φύση, δεν αγαπούν το σχολείο και το βιβλίο. Η δημιουργικότητα και η φαντασία κρύβονται πίσω από τη στεγνή διεκπεραίωση καθημερινών υποχρεώσεων, οι οποίες όλες αποσκοπούν σε κάποιο συγκεκριμένο «ενήλικο» στόχο. “Όσο η ταχύτητα γίνεται το ζητούμενο στην εποχή μας, τόσο η παιδικότητα εξαφανίζεται από την παιδική ηλικία. Κι ο κόσμος των ενηλίκων δείχνει να μη σέβεται καθόλου, ούτε καν να αντιλαμβάνεται την παιδικότητα των παιδιών, η οποία τελικά δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μία αποκλειστικά ευχαριστιακή στάση απέναντι στη ζωή. Τί μπορεί να συμβαίνει όμως στα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς παιδικότητα; Όταν αυτά γίνονται γονείς, επενδύουν πολλές προσδοκίες για οικογενειακή χαρά και ευτυχία στα παιδιά τους. Περιμένουν από αυτά, καθώς αναπτύσσονται, να ικανοποιήσουν τις δικές τους βαθύτερες επιθυμίες και όνειρά. Παιδικές ματαιώσεις των ενηλίκων μεταμορφώνονται σε αγωνιώδεις προσδοκίες προς την επόμενη γενιά. Συνεπώς καλούνται τα παιδιά να φροντίσουν τους γονείς κι όχι το αντίστροφο, όπως θα ήταν αναμενόμενο. Οι νέοι εμπλέκονται σε μαθησιακές υπερπροσπάθειες, σε εξαντλητικές προπονήσεις, σε εντατικά μαθήματα μουσικής, σε κοπιώδεις διδασκαλίες και πολύωρες μελέτες. Και αυτό το επονομαζόμενο «σύνδρομο του καλού παιδιού» ταλαιπωρεί την παιδική ψυχή και καταστρέφει την χαρά της παιδικότητας. Από πολύ νωρίς καλείται ο νέος άνθρωπος να επιλέξει ανάμεσα στο ρόλο του καλού παιδιού ή στον πραγματικό του εαυτό. Επιλέγει συνήθως να καλύψει τις ανάγκες και τις επιθυμίες των γονιών, που τόσο πολύ αγαπάει. Και ασφαλώς παραμερίζει τα δικά του «θέλω», τη δική του ευχαρίστηση και απόλαυση. Αν αρνηθεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του ρόλου του, παύει να είναι αποδεκτός, δε λαμβάνει ανατροφοδότηση κι ενίσχυση για τίποτα, καταπιέζεται συναισθηματικά, λόγω μίας αθόρυβης απόρριψης. Δίχως να είναι στο ελάχιστο ελεύθερη επιλογή του, καταλήγει να φροντίζει κι όχι να φροντίζεται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή του να εξακολουθεί να επιζητά απεγνωσμένα φροντίδα, με παιδικό ωστόσο τρόπο, ναρκισσιστικά και άγαρμπα. Παραμένει στις σχέσεις του με μία παιδική στάση απέναντι στην αγάπη και την επιβεβαίωση της αγάπης. Έχει βιώσει έντονες ματαιώσεις από τις χαμένες προσδοκίες του στο παρελθόν και δε μπορεί να τις επεξεργαστεί με τρόπο λειτουργικό. Αναβιώνει συνεχώς όλες τις παιδικές απογοητεύσεις κι επειδή δε μπορεί να αναζητήσει νέους τρόπους συναλλαγής, προκαλεί πλέον πόνο στη συντροφική σχέση του ή στα δικά του παιδιά. Δε φροντίστηκε και δε μπορεί να φροντίσει. Παραιτείται από τη χαρά της προσφοράς αγάπης και ευχαρίστησης. Ενώ, λοιπόν, η απώλεια της παιδικότητας επιφανειακά δείχνει ότι υπερωριμάζει τα παιδιά, τελικώς τα αφήνει ανώριμα στην ενήλικη ζωή τους. Το γεγονός ότι οι νέοι άνθρωποι είναι φορτωμένοι με πολλές ευθύνες από πολύ νωρίς, δε σημαίνει κι ότι κατακτούν αναπτυξιακά και την ωριμότητα. Οι νέοι δε μοιράζονται χρόνο με τους γονείς και την οικογένεια τους και δεν αναπτύσσουν λειτουργικές κι επαρκείς διαπροσωπικές σχέσεις. Στερούνται έτσι ενός βασικού συναισθηματικού στηρίγματος για την ωρίμανσή τους. Η έλλειψη ελεύθερου χρόνου δεν παρέχει τη δυνατότητα προσωπικών αναζητήσεων. Τα παιδιά έχουν ανάγκη άφθονου ελεύθερου χρόνου, να παίξουν, να αυτοσχεδιάσουν, να δοκιμάσουν δεξιότητες και να εξασκήσουν ταλέντα, να συναναστραφούν με φίλους, να συζητήσουν, να εκτονώσουν κι εξωτερικεύσουν δυναμικά, να έρθουν σε επαφή και να αφομοιώσουν ποικίλα ερεθίσματα. Μέσα από τέτοιες διεργασίες καλλιεργείται η γνώση και κατακτιέται αναπτυξιακά η ωρίμανση. Τα παιδιά σήμερα βιάζονται να μεγαλώσουν, όχι γιατί ωριμάζουν νωρίτερα, αλλά γιατί θέλουν να είναι ελεύθερα να κάνουν ό,τι θέλουν. Κι ενώ οι γονείς βιάζονται να δουν τα παιδιά τους «μεγάλα», έστω και μέσα από διαδικασίες που τελικά τα καθηλώνουν σε διαρκή ανωριμότητα, από την άλλη, προσπαθούν, ώστε αυτά να μη στεναχωρηθούν ή ζοριστούν. Επαναλαμβάνουν συστηματικά την επιταγή «μη μου στεναχωριέσαι» στους νέους, φροντίζουν για αυτούς, πριν από αυτούς, δεν τους χαλούν χατίρι, τους παρέχουν όλο και πιο πολλά υλικά αγαθά, τείνουν να απορροφούν και κρύβουν την ενδεχόμενη οικογενειακή θλίψη, σπεύδουν να βρουν οι ίδιοι τη λύση των νεανικών προβλημάτων. Οι γονείς εκπαιδεύουν με τον τρόπο αυτό τα παιδιά σε μία ψεύτικη αίσθηση προσωπικής αδυναμίας κι ανωριμότητας. Συναισθήματα, όπως αυτά του πόνου, της θλίψης, της απελπισίας, της στεναχώριας μοιάζουν απαγορευμένα στη ζωή και τείνουν να αποτελούν ένδειξη αδυναμίας. Σε συναισθηματικό επίπεδο τα παιδιά καλούνται τελικώς να μην αισθάνονται, προκειμένου να μην λυγίσουν ή πονέσουν. Η «γυάλα της ευτυχίας», που μέσα της τοποθετούν οι γονείς τα μικρά παιδιά, για να μην πονέσουν ή πληγωθούν και η προσπάθεια κουκουλώματος της θλίψης είναι βαθύτατα απελπιστική και καταστροφική διαδικασία. Η αγωνιώδης γονεϊκή επίκληση «μη στεναχωριέσαι» απευθύνεται σε εκείνον που την διατυπώνει. Στην πραγματικότητα λέγεται: «μη στεναχωριέσαι, πέρνα καλά, γιατί δεν αντέχω δυσάρεστες καταστάσεις». Με τον τρόπο αυτό τα παιδιά αναπτύσσονται με υπερπροστασία και άγχος, διδάσκονται να κρύβουν ή να αρνούνται τη θλίψη και τον πόνο στη ζωή, καθηλώνονται σε ανώριμες σχέσεις και επιζητούν μάταια φροντίδα. Κι άρα, κι αυτή η ψεύτικη επιταγή της εποχής του «don“t worry, be happy«καταλήγει και αυτή να συμβάλει στην ενήλικη ανωριμότητα των νέων. Και εν τέλει, το αποτέλεσμα συχνά είναι το αντίθετο, αφού με όλα τα παραπάνω συνδέεται και η καταθλιπτική διάθεση σε παιδιά κι εφήβους, η οποία αυξάνεται με ρυθμό μεταδιδόμενης νόσου. Οι νέοι δυσκολεύονται να αντλήσουν ικανοποίηση από την καθημερινή τους ζωή. Νιώθουν κουρασμένοι, γκρινιάζουν έντονα, εκφράζουν δυσθυμία και διασκεδάζουν με τρόπο ψυχαναγκαστικό και τραγικά μοναχικό. Δε μπορούν εύκολα να χαρούν και δείχνουν να απολαμβάνουν δραστηριότητες με έντονο το στοιχείο της αυτοκαταστροφικότητας. Η στέρηση της χαράς και της απόλαυσης τείνει να αποτελέσει αφόρητη πραγματικότητα, ενώ η απογοήτευση και η μελαγχολία αποκτούν νόημα και αξία στις νεανικές καρδιές. Από τη μία, λοιπόν, οι γονείς βιάζονται να ενηλικιωθούν τα παιδιά τους, από την άλλη τα καθηλώνουν σε διαρκή ανωριμότητα. Μέσα σ αυτή την διαδικασία αν κάτι χάνεται είναι η παιδικότητα. Οι επισημάνσεις αυτές ωστόσο δεν αποσκοπούν να ενοχοποιήσουν, ούτε τους γονείς, ούτε τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Αντίθετα, διατυπώνουν ορισμένες σκέψεις που ίσως μας βοηθήσουν να πάρουμε μία απόσταση από την ταχύτητα με την οποία βιώνουμε και τελικά κατασκευάζουμε την καθημερινότητά μας και τις σχέσεις μας μέσα σε αυτήν. Η παιδικότητα διώκεται, γιατί δεν είναι τίποτα άλλο από μία αποκλειστικά ευχαριστιακή στάση απέναντι στη ζωή και ως τέτοια δεν χωράει στον τρόπο ζωής μας. Ίσως τελικά, γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, μία ευχαριστιακή αντίληψη του εαυτού μας, της συντροφικής μας σχέσης, των παιδιών μας, του κόσμου συνολικά ενδέχεται να είναι και η απάντηση στους παραπάνω προβληματισμούς. Στον καθημερινό μας αγώνα δρόμου καλούμαστε για λίγο να σταματήσουμε και να αναζητήσουμε, ως ενήλικες, την παιδικότητα μέσα μας. Ο καθένας και η καθεμία ξεχωριστά. Να (επανα)φέρουμε στην καθημερινότητα, με τους γοργούς της ρυθμούς, τη χαρά, τη ζωντάνια, το κέφι, τη φαντασία και την έμπνευση της παιδικής ηλικίας. Να μη μιλάμε για κούραση και για υποχρεώσεις, αλλά για δημιουργία και όνειρα. Να φροντίσουμε τη ζωή μας και τη σχέση μας. Να τολμήσουμε να ακούσουμε τις επιθυμίες μας, δίχως αυτές να μας τρομάζουν. Να μην φοβόμαστε μόνο, αλλά να αντικρίσουμε την οικονομική κρίση, τη φθορά του χρόνου, τις δυσκολίες, τον κόπο, ως στάδια και εφόδια πολύτιμα για την προσωπική μας ολοκλήρωση και διεργασία προς την ωρίμανση και την εξέλιξη, τις οποίες τελικά μονάχα εμείς ορίζουμε.

«Πώς να κρυφτείς από τα παιδιά; Έτσι και αλλιώς τα ξέρουν όλα!»

Posted: Friday, 02 May 2014
«Πώς να κρυφτείς από τα παιδιά; Έτσι και αλλιώς τα ξέρουν όλα!»
Παιδική Ηλικία και Ελληνική Κρίση.  

Η σύγχρονη κοινωνική και οικονομική κρίση επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο βιοτικό επίπεδο και την καθημερινότητα της ελληνικής οικογένειας. Επιδρά όμως καταλυτικά και στην ψυχική υγεία των ανθρώπων και των παιδιών. Το γενικευμένο αίσθημα αβεβαιότητας και ανασφάλειας της εποχής μας επηρεάζει καίρια τις κοινωνικές συμπεριφορές των ενηλίκων. Διαμορφώνεται έτσι ένα αρνητικό περιβάλλον για την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη της ευπαθέστερης των κοινωνικών ομάδων, που είναι τα παιδιά και οι νέοι. Η κρίση δείχνει να επηρεάζει την ψυχική υγεία των νέων με δύο αλληλοτροφοδοτούμενους τρόπους. Πρώτον εξασθενεί τους προστατευτικούς παράγοντες, που συμβάλουν στην ανάπτυξη και τη διατήρησή της ψυχικής ανθεκτικότητας, και δεύτερον ενισχύει και αυξάνει τους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση ψυχικών διαταραχών. Καθημερινές εικόνες της ελληνικής κοινωνίας, όπως η εργασιακή ανασφάλεια, η εισοδηματική αβεβαιότητα, η ανεργία, οι ελαστικές μορφές εργασίας, η υπερχρέωση νοικοκυριών, οι άστεγοι, η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, η φτωχοποίηση, ο κοινωνικός αποκλεισμός ευπαθών ομάδων… προκαλούν θυμό, απόγνωση, θλίψη κι αυξάνουν την ψυχιατρική νοσηρότητα. Η κοινωνία λοιπόν βρίσκεται σε κρίση, και η οικογένεια, ως φορέας της διαταραχής, αποσταθεροποιείται και χάνει τη λειτουργικότητά της με τρόπο επώδυνο. Οι καθημερινές οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες δημιουργούν εντάσεις σε ενδοοικογενειακό επίπεδο και ανατροφοδοτούν την ανασφάλεια και την απόγνωση. Τα παιδιά αφουγκράζονται την προβληματική της εποχής μας και επηρεάζονται σημαντικά, καθώς δε ζουν σε μία μαγική γυάλα. Τα βασικά οικονομικά, κοινωνικά, αλλά και ψυχικά παράγωγα της κρίσης, φαντάζουν απειλητικά στα παιδικά μάτια. Σιωπηλά συναισθήματα οδύνης, οργής, αδιεξόδου, εγκατάλειψης, ακόμα και κατάθλιψης, συχνά αντικαθιστούν τη ζωντάνια, το κέφι, τη χαρά των νέων ανθρώπων. Είναι ανέφικτο να απομονώσουμε τα παιδιά από την πραγματικότητα, ώστε να μη βλέπουν τις δυσκολίες. Ακόμη κι αν στη δική τους οικογένεια δεν υφίστανται σοβαρά προβλήματα, τα παιδιά και οι νέοι απορροφούν και εισπράττουν το ψυχολογικό κλίμα της κοινωνίας. Τα ΜΜΕ μεταδίδουν, δίχως μέτρο, μηνύματα γεμάτα φόβο και άγχος. Εικόνες εξαθλίωσης, καταθλιπτικής συμπεριφοράς, αυτό-παραίτησης, αυτοκαταστροφικότητας, αυτό-λύπησης, απόγνωσης κι αδιεξόδου βομβαρδίζουν μικρούς και μεγάλους. Αντιστρόφως η αποφασιστικότητα, η δύναμη, η αλληλεγγύη, η ζωντάνια… ως συνειδητή στάση ζωής απουσιάζουν παντελώς από τα τηλεοπτικά προγράμματα. Οι νέοι άνθρωποι δεν πληγώνονται μόνο από τα δυσάρεστα γεγονότα, αλλά δευτερογενώς κι από την επαναλαμβανόμενη έκθεση στην τηλεθέαση αυτών των γεγονότων. Τα παιδιά βιώνουν την οικονομική και κοινωνική κρίση σε μια ευαίσθητη ηλικία, όπου διαπραγματεύονται ζητήματα καταλυτικής σημασίας για το μέλλον, όπως την ψυχολογική τους ιδιοσυγκρασία, την κοινωνική τους ωρίμανση, τη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους, την κοσμοθεωρία τους… Το πώς όμως θα καταγραφεί η κρίση στα μάτια των νέων έγκειται στο πώς εμείς, ως γονείς, θα την καθρεφτίσουμε σε εκείνους. Ο τρόπος δηλαδή που οι γονείς βιώνουμε την κρίση έχει αντίκτυπο στα παιδιά, καθώς οι γονείς αποτελούν τα κύρια πρότυπα μίμησης και ταύτισης. Συμπερασματικά η κρίση παύει να είναι μόνο οικονομικό ή κοινωνικό φαινόμενο και αποκτά υπαρξιακό περιεχόμενο.  Με άλλα λόγια η σύγχρονη ελληνική κρίση, μέσα από τις διασπάσεις της καθημερινής ζωής, από τα προβλήματα, τις εντάσεις και τα διλήμματα, που αντιμετωπίζουμε όλοι, αναγκαστικά έρχεται να αγγίξει υπαρξιακές πτυχές της ζωής. Μόνο υπό αυτό το πρίσμα οφείλουμε να συζητήσουμε τη ραγδαία έξαρση στην παιδική και νεανική ηλικία κρίσεων πανικού, αγχωδών διαταραχών, ψυχοσωματικών εκδηλώσεων (πονοκέφαλοι, δύσπνοια, ταχυκαρδία, ζαλάδα, λιποθυμίες, έλλειψη συγκέντρωσης, μείωση επίδοσης στο σχολείο), καταθλιπτικών ή αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών (κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών, αυτοκτονίες).  

Πώς μιλάμε για την κρίση;

 1.    «Καταστρεφόμαστε…». Οφείλουμε να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί και να μην εκστομίζουμε εκφράσεις, που προκαλούν φόβο ή πανικό στα παιδιά. Κουβέντες, όπως «θα πεινάσουμε», «θα πτωχεύσουμε», «θα μας πάρουν το σπίτι», «καταστρεφόμαστε»…  που ένας ενήλικος χρησιμοποιεί σε στιγμές απαισιοδοξίας ή συναισθηματικής πίεσης, ερμηνεύονται καταστροφικά από τα παιδιά και καταγράφονται επώδυνα στη σκέψη τους.
 2.    «Αυτά τα θέματα δεν είναι για τα παιδιά…». Ενημερώνουμε τα παιδιά με ειλικρίνεια και ευθύτητα, αναλόγως την ηλικία και το νοητικό τους δυναμικό, για την οικογενειακή κατάσταση και αποφεύγουμε την ανεξέλεγκτη παροχή πληροφοριών από τα ΜΜΕ. Παραδεχόμαστε ότι αισθανόμαστε οικονομική πίεση, ότι έχουμε αγωνία για το μέλλον, ότι είμαστε θυμωμένοι για τις εξελίξεις… Απαντάμε με ρεαλιστικό τρόπο στα ερωτήματα των παιδιών, δίχως να καταφεύγουμε, ούτε σε καταστροφολογίες ή σε πανικό, αλλά και δίχως να ωραιοποιούμε ή αποκρύπτουμε βασικές αλήθειες. Τα παιδιά έχουν ανάγκη να αισθάνονται ότι οι γονείς τους έχουν τον έλεγχο της κατάστασης κι ότι μπορούν να στηριχθούν στις δυνάμεις και στην προστασία τους. Η ελλιπής ενημέρωση και η απόκρυψη της αλήθειας καθιστούν την κάθε απειλή μεγαλύτερη και διογκώνουν το αθόρυβο άγχος. Οι στίχοι «Πώς να κρυφτείς από τα παιδιά; Έτσι και αλλιώς τα ξέρουν όλα.» καθίστανται εξαιρετικά επίκαιροι !
 3.    «Ο μπαμπάς φαίνεται δυστυχισμένος…». Η επικοινωνία του ζεύγους αναφορικά με τα προβλήματα, σκόπιμο είναι να μην γίνεται σταθερά ενώπιον των παιδιών. Οι γονείς είμαστε η πηγή της συναισθηματικής ασφάλειας για τα παιδιά. Αν μας βλέπουν συνεχώς πιεσμένους, εριστικούς, πανικόβλητους… τα κάνουμε πιο ευάλωτα σε απροσδιόριστους κινδύνους και σε άγνωστους εχθρούς. Επιπλέον ενδέχεται τα παιδιά να εκλαμβάνουν τους εαυτούς τους, ως υπεύθυνους για την κρίση ή ως υπεύθυνους, να αναζητήσουν τη λύση των οικογενειακών δυσκολιών. Μετατρέπονται έτσι οι νέοι σε υπεργονείς, που καλούνται να φροντίσουν εκείνοι τους γονείς τους κι όχι το αντίστροφο, όπως είναι το εύλογο. Νιώθουν ενοχές κι αναλαμβάνουν ευθύνες ενηλίκων. Δεν αποκρύπτουμε λοιπόν την αλήθεια και επιδεικνύουμε ψυχραιμία. «Έχουμε αγωνία με τη μαμά για την πληρωμή των λογαριασμών, αλλά το διαχειριζόμαστε και θα βρούμε κάποια λύση. Εσύ δε φταις και δε χρειάζεται να ανησυχείς». Τα παιδιά πρέπει κι έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν και να συμμετέχουν στα οικογενειακά ζητήματα. Δική μας όμως υποχρέωση είναι και να διασφαλίσουμε ότι μπορούν, παρ΄ όλα αυτά, να συνεχίσουν να αισθάνονται ότι είναι παιδιά και να ζουν, ως παιδιά.
 4.     «Τα παρατάω, δεν έχει νόημα να προσπαθήσω!». Η σύγχρονη κρίση επιβάλλει πλήρη κινητοποίηση προς την κατεύθυνση της εξεύρεσης περισσότερων λύσεων και την αποφυγή απελπισίας μπροστά σε αδιέξοδα. Αναζητείται δηλαδή μία ψυχική ανθεκτικότητα και μία προσπάθεια να καταστούμε πιο μεγάλοι και δυνατοί από τα προβλήματά μας. Η θετική νοηματοδότηση χαρίζει δύναμη και δημιουργεί νέες διεξόδους. Η υιοθέτηση από τους γονείς μίας στάσης εγκατάλειψης και παραίτησης μεταφέρει στη νέα γενιά το μήνυμα της ματαίωσης. Αν δώσουμε προς τα παιδιά μας το πρότυπο της εγκατάλειψης καταστρέφουμε τη ζωντάνια και τον ενθουσιασμό τους και τα προτρέπουμε όχι να ονειρεύονται, αλλά να αποσύρονται. Ο νέος που αυθόρμητα μας λέει: «Γιατί να διαβάσω και να κουραστώ, αφού άνεργος θα καταλήξω!» δείχνει να μην έχει στοιχειώδη επιμονή και να εγκλωβίζεται σε αρνητικές προφητείες. Ομοίως η απάντηση στο ερώτημα: «Τι δουλειά θα κάνεις, όταν ενηλικιωθείς;» «Τίποτα!» κρύβει έναν νέο άνθρωπο που θα δυσκολευτεί να αντέξει τις δυσχέρειες και τις ματαιώσεις της καθημερινότητάς του. Στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα προβάλλεται, ως στάση ζωής, η αποφυγή του κόπου και η επιδίωξη του εύκολου. Ενάντια σε όλα αυτά, προτείνεται να μεταφέρουμε στους νέους μία θετική νοηματοδότηση της ζωής και των δυσκολιών, που η κρίση αναδεικνύει, προκειμένου να εξασφαλίσουμε ψυχική ανθεκτικότητα και ευημερία για όλους.
5.    
«Μας αδικούν!»
Οι νέοι έχουν πλήρη συναίσθηση και αντιλαμβάνονται τη σύγχρονη κοινωνική αδικία και τη διαστρέβλωση του αυτονόητου. Τα σύγχρονα ΜΜΕ σκοπίμως τροφοδοτούν τη στοχοποίηση κοινωνικών ομάδων και εθνών. Αποκρύπτουν την ατιμωρησία και ωραιοποιούν την κοινωνική εξαθλίωση. Ο φυσιολογικός νεανικός θυμός μπορεί να μετατραπεί, μέσω της οικογένειας και του σχολείου, σε δημιουργική δύναμη και σε ισχυρό κίνητρο για αλλαγή κι όχι σε καταστροφική εκδικητική συμπεριφορά. Έχουμε χρέος, ως γονείς, να μεγαλώσουμε παιδιά που δε μισούν. Οφείλουμε, συνεπώς, να δημιουργήσουμε ένα οικογενειακό μικροκλίμα γεμάτο αξίες, όπως η αλληλεγγύη, η κοινωνική δικαιοσύνη, η συγχώρεση… και να αντισταθούμε σε διασπαστικές προσπάθειες αποπροσανατολισμού των νέων.
6.    
«Πνευματικές αξίες».
Η πνευματική ζωή μπορεί να αποτελέσει καταλυτική απάντηση στις δυσλειτουργίες της σύγχρονης ελληνικής κρίσης. Τα παιδιά, που μεγαλώνουν μέσα σε πνευματικές αξίες, δείχνουν να διαθέτουν περισσότερη αντοχή στις δυσχέρειες και περισσότερη δυναμική στις προκλήσεις. Πνευματικές αξίες, όπως η αγάπη, η μη βία, η αλληλεγγύη στον συνάνθρωπο, η συγχώρεση, η συνεργασία για το κοινό καλό, η εσωτερική δύναμη, η αναζήτηση της ελευθερίας… αποτελούν ισχυρούς αμυντικούς μηχανισμούς για κάθε οικογένεια και πηγή δύναμης. Το βίωμα της εσωτερικής πνευματικής διεργασίας μας μαρτυρά ότι δεν είμαστε τα προβλήματά μας, ούτε η κρίση μας, αλλά κάτι πολύ καλύτερο.  



«η ευτυχία είναι το μόνο πράγμα που διπλασιάζεται, όταν το μοιράζεσαι»

 Οι Κινέζοι χρησιμοποιούν για την έννοια της κρίσης ακριβώς το ίδιο ιδεόγραμμα που χρησιμοποιούν για την έννοια της ευκαιρίας. Τόσο από συμβολική, όσο και από πραγματική σκοπιά, αυτή η ταύτιση είναι απόλυτα αληθινή. Αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας αφαιρέσει και αφορά τη δική μας ελευθερία, είναι η στάση που θα κρατήσουμε και το πώς θα αντιμετωπίσουμε τις όποιες δυσκολίες. Με άλλα λόγια τις δυσκολίες μας δεν μπορούμε να τις επιλέξουμε, την επιλογή της στάσης όμως που θα κρατήσουμε, ως προς αυτές, μπορούμε να την επιλέγουμε μόνο εμείς. Η ελληνική κοινωνία σιγά – σιγά ανακτά τα ξεχασμένα ανακλαστικά της αλληλεγγύης, της συλλογικότητας και της προτεραιότητας στην αξία του «κοινού καλού». Το πιο ισχυρό αντίδοτο στην κρίση είναι να διδάξουμε στα παιδιά το σεβασμό στην αξία του ανθρώπου. Ας τους μιλήσουμε για αλληλεγγύη, κοινωνική προσφορά και αλληλο-υποστήριξη, προκειμένου να μην καταρρακωθεί η εμπιστοσύνη τους στον ανθρώπινο παράγοντα. Αυτό θα τα κάνει να νιώσουν πιο ασφαλή και πιο δυνατά. Άλλωστε «η ευτυχία είναι το μόνο πράγμα που διπλασιάζεται, όταν το μοιράζεσαι» (Σβάιτσερ).

υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;

Posted: Friday, 02 May 2014
υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;
Ο βασικότερος αντίπαλος της πίστης και της εμπιστοσύνης είναι ο φόβος. Ένας φοβισμένος άνθρωπος βιώνει επώδυνα το συναίσθημα της απόγνωσης και στην προσπάθειά του να αποφύγει τις φοβίες του, συχνά απομακρύνεται από τον πυρήνα της ύπαρξής του. Ο πιο σημαντικός φόβος ίσως είναι αυτός του θανάτου, που αποτελεί πανανθρώπινο κι οικουμενικό φαινόμενο και είναι διαρκώς παρών στη σκέψη των ανθρώπων καραδοκώντας σε σκοτεινές πλευρές του μυαλού τους. Η τρομακτική σκέψη του αναπόφευκτου του θανάτου μας εμποδίζει να απολαύσουμε τη ζωή και συχνά πυροδοτεί εκδηλώσεις ψυχοπαθολογικής συμπεριφοράς, όπως η κατάθλιψη ή οι κρίσεις πανικού. Κάποιοι φτάνουν στο σημείο να μισήσουν την ίδια τη ζωή, λόγω της απειλής του θανάτου. Οι άνθρωποι βιώνουμε το θάνατο άλλοτε ως προσωπική αποτυχία ή ως αδικία, άλλοτε ως χρεοκοπία της ιατρικής και της επιστήμης, άλλοτε ως αδυναμία να κρατήσουμε στη ζωή αυτούς, που αγαπάμε με τρόπο μαγικό. Ο φόβος του θανάτου πολλές φορές καταλαμβάνει τόσο χώρο και χρόνο στη ζωή μας, ώστε αδυνατούμε να ζήσουμε την ίδια τη ζωή. Είναι τόσο έντονη η παρουσία του, που αποτελεί μια διαρκή απειλή. Κάποιοι πιστεύουν ότι πάσχουν από αμέτρητες αρρώστιες…. Κάποιοι προσπαθούν να προβλέψουν το τέλος της ζωής, για να εμποδίσουν τον ερχομό του ή γίνονται ατρόμητοι για να φοβίσουν το θάνατο… Κάποιοι αναζητούν την αιωνιότητα μέσα από την υστεροφημία, την κοινωνική καταξίωση, την απόκτηση πλούτου και δύναμης… Κάποιοι στρέφονται σε «υπερφυσικές» θρησκευτικές δοξασίες και αστρολογικές προβλέψεις… Παρ’ όλα αυτά η οδύνη του θανάτου κυριεύει τη ζωή των περισσοτέρων ανθρώπων κι αναστατώνει τη σκέψη και τη συμπεριφορά τους. Η πλήρης άρνηση του επερχόμενου τέλους της ζωής, όπως και η εμμονή σε σκέψεις για το θάνατο, φανερώνουν τον ίδιο ακριβώς φόβο: να κοιτάξουμε κατάματα το θάνατο. Ο φόβος του θανάτου υπάρχει πάντα κάτω από την επιφάνεια. Μας κυνηγάει σε όλη μας τη ζωή και εμείς χτίζουμε αμυντικούς μηχανισμούς, για να μπορέσουμε να χειριστούμε την επίγνωση του θανάτου. Δεν μπορούμε όμως να τον βγάλουμε απ” το μυαλό μας. Ξεσπάει σε κάθε εφιάλτη μας. «Προτιμάμε καλύτερα να πεθαίνουμε κάθε ώρα από το φόβο του θανάτου, παρά να πεθάνουμε μια φορά» αναφέρει ο Σαίξπηρ. Αλλά το ζήτημα του θανάτου απασχολούσε έντονα τους ανθρώπους ήδη από πολύ παλιά. Ο Σωκράτης ζητούσε από τους ανθρώπους να σκεφτούν και να φιλοσοφήσουν πάνω σε θέματα ζωής και θανάτου και να τα αποδεχτούν, ενώ ο Επίκουρος πίστευε, ότι η αποστολή της φιλοσοφίας είναι να ανακουφίσει την ανθρώπινη δυστυχία και θεωρούσε βασικότερη αιτία δυστυχίας τον πανταχού παρόντα φόβο μας για το θάνατο. Η Αγία Γραφή, ως έκφραση της Θείας Αποκάλυψης τού Θεού στον άνθρωπο,  αναφέρεται σε ισόβιους δούλους για το φόβο του θανάτου «και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβραίους 2/β: 14,15). Όσο για την  σύγχρονη επιστήμη, κατάφερε μεν να εμποδίζει την έναρξη της ζωής, δε μπόρεσε ωστόσο να νικήσει το τέλος της. Κι ο Γούντι Αλεν ευφυολογώντας ανέφερε ενδεικτικά: «Δεν φοβάμαι το θάνατο, απλώς δεν θέλω να είμαι εκεί όταν θα έρθει»! Ο σημαντικότερος εν ζωή υπαρξιακός ψυχοθεραπευτής, ο Irvin Yalom, μας προσκαλεί να μην αγνοήσουμε το θάνατο, ούτε να τον ξορκίσουμε, αλλά να πετύχουμε το δυσκολότερο: να συμφιλιωθούμε μαζί του και να αναμετρηθούμε με το μεγαλύτερο ανθρώπινο φόβο. Αν κάτι καταλαβαίνουμε από τα παραπάνω, είναι ότι τελικά ο φόβος του τέλους της ζωής αγγίζει σε υπαρξιακό επίπεδο ευαίσθητες και κρίσιμες πτυχές της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, κι όχι μόνο του τέλους της. Ο θάνατος και η εσωτερική επεξεργασία του θανάτου αναδεικνύει ξεκάθαρα τη συνολικότερη θεώρηση του καθενός μας για το νόημα της ζωής, για τις σχέσεις με τον εαυτό μας, τους άλλους και τον κόσμο,  για το πεπερασμένο της ύπαρξης. Είναι πραγματικά μια βιαιότητα η εμπειρία του πένθους, είναι όμως σημαντικό να αναγνωρίσουμε, ότι η ύπαρξη του θανάτου μάς βοηθά να ζήσουμε καλύτερα. Η χαρά, η νοηματοδότηση της ζωής, οι αναμνήσεις και οι εγγραφές από το παρελθόν, η μοναξιά, η απόγνωση, η ελευθερία, η φθορά, η αρρώστεια… μας οδηγούν να αναμετρηθούμε με τα δεδομένα της ύπαρξης και συνταράσσουν ενδότερες δομές της ψυχής μας. Η επεξεργασία του θανάτου αποτελεί την πιο σκοτεινή πλευρά της ύπαρξής μας, καθώς ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε το επερχόμενο τέλος, εξαρτάται από το πώς βιώνουμε την ίδια τη ζωή μας. Και τελικώς, όταν κάποιος δεν συλλαμβάνει το μεγαλείο της ζωής, γιατί να τον απασχολεί  ο θάνατος; Αν προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα τον συλλογισμό μας, θα καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος φοβάται το χρόνο, καθώς αναζητά απεγνωσμένα να ανακαλύψει το μέλλον του, αντί να προσπαθεί να το διαμορφώσει. Και η αδυναμία του να ελέγξει τη ζωή του, τον κρατά καθηλωμένο στο ίδιο σημείο, σταματημένο και στατικό. Ο φόβος υπερτερεί μπροστά στην προσωπική ανάληψη ευθύνης κι ακολουθεί η πλήρης απουσία προσωπικής ελευθερίας. Συνεπώς η μελέτη του θανάτου από αδυναμία μπορεί να γίνει ανάληψη ευθύνης και κατάκτηση ελευθερίας. Με λίγα λόγια, μιλώντας για το θάνατο, ουσιαστικά μιλάμε για τη ζωή. Και η επεξεργασία του θανάτου μπορεί να χαρίσει στη ζωή ένα νόημα που δεν είχε πριν, αν μετακινηθούμε εσωτερικά από την άρνηση του θανάτου στην αποδοχή της ζωής κι από την απελπισία για το αύριο στη φροντίδα για το τώρα. Αντ’ αυτού, μερικές φορές αναβάλλουμε την ίδια μας τη ζωή, επειδή νοιώθουμε πολύ απασχολημένοι με τα μικρά θέματα που εμφανίζονται. Η συνάντηση με το θάνατο, άρα, δεν καταλήγει υποχρεωτικά σε απόγνωση, που στερεί τη ζωή από κάθε σκοπό. Αντίθετα, είναι μία εμπειρία που θα μας ξυπνήσει και θα μας οδηγήσει σε μια ζωή πιο πλήρη. Ο φόβος του θανάτου είναι στην ουσία ο φόβος του ανεκπλήρωτου. Γι αυτό και αρπαζόμαστε απ’ τη ζωή, γιατί βιώνουμε τη ζωή μας ως κάτι ανεκπλήρωτο. Η αγωνία του θανάτου  επισκέπτεται κάθε ψυχοθεραπευτική συνεδρία. Η ψυχοθεραπεία αποτελεί βαθιά και περιεκτική εξερεύνηση της πορείας του νοήματος της ζωής ενός ανθρώπου. Και δεδομένου ότι ο θάνατος κατέχει τόσο κεντρική θέση στην ύπαρξη μας και ότι ζωή και θάνατος αλληλοεξαρτώνται, δεν είναι δυνατόν να τον αγνοήσουμε. Ο θεραπευτής στοχεύει να συνδεθεί βαθιά κι αυθεντικά με τους ασθενείς του και καλείται πάντοτε, όχι απλώς να διαχειριστεί τη συμπτωματολογία των περιστατικών, αλλά να αναδείξει και να επεξεργαστεί τη συνολικότερη θεώρηση του θεραπευόμενου για το νόημα της ζωής, για τις έσχατες έγνοιες της ύπαρξης, όπως η φθορά, η ελευθερία, η υπαρξιακή απομόνωση, για τις διαπροσωπικές του σχέσεις, για το πεπερασμένο της ύπαρξης… Κι ασφαλώς κάθε θεραπευτής μέσα από μία τέτοια διαδικασία, μοιραία αναμετράται και ο ίδιος με τα δικά του υπαρξιακά σκοτεινά σημεία περί ζωής και θανάτου. Όλα τα παραπάνω συνοψίζονται στο αγωνιώδες νεανικό μήνυμα που συναντάμε σε γκράφιτι γραμμένο στους τοίχους της πόλης: «Υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;». Τελικά η ανθρώπινη απόγνωση δεν πηγάζει μόνο από απωθημένα ένστικτα, διαταραγμένους τρόπους σκέψης ή τραυματικές μνήμες… αλλά κυρίως από μια κατά πρόσωπο συνάντηση με την ύπαρξή μας, που αξίζει να την δούμε με χαρά.

παιδικά παραμύθια: όσα (δεν) πρέπει να φοβόμαστε…

Posted: Friday, 02 May 2014
παιδικά παραμύθια: όσα (δεν) πρέπει να φοβόμαστε…
Παραμύθια με πρωταγωνίστριες γριές μάγισσες, που μαρμαρώνουν τα αγόρια και ρίχνουν ξόρκια ή κατάρες. Γονείς που εγκαταλείπουν τα παιδιά τους. Μοχθηροί δράκοι που κλέβουν την ομορφιά των κοριτσιών. Τρομακτικά δάση με λύκους, βρικόλακες και ξωτικά… Κι όμως. Τα παιδιά δείχνουν ξεκάθαρα, πως μαγεύονται από παραμύθια με βίαιους ήρωες και τρομακτική πλοκή. Από την άλλη πλευρά, οι γονείς αναρωτιούνται για ποιον λόγο να διηγούνται τέτοιες ιστορίες στα παιδιά τους. Ούτε η Χιονάτη και η Σταχτοπούτα, αλλά ούτε και οι τιμωροί βασιλιάδες και τα τρομακτικά τέρατα, μοιάζουν ιδανικά πρότυπα για το μέλλον των παιδιών τους. Και πώς νιώθει άραγε ο Κοντορεβιθούλης και τα αδέρφια του, που ζουν επώδυνα την εγκατάλειψη; Και πώς γίνεται να υπάρχει γονιός τόσο ανεύθυνος, όσο η μητέρα της Κοκκινοσκουφίτσας, ώστε να την αφήνει μόνη της να κάνει τέτοια διαδρομή στο δάσος; Και γιατί εν τέλει να εκτίθενται τα παιδιά μπροστά σε όλα αυτά τα εκφοβιστικά σενάρια τρόμου, που τους προκαλούν άγχος;
«Οι μεγάλοι είναι αυτοί που φοβούνται τα τρομακτικά παραμύθια. Τα παιδιά τα λατρεύουν» είχε πει κάποτε ο Φρόυντ. Τα παιδικά παραμύθια συχνά βασίζονται στο στοιχείο του φόβου, που αποτελεί κοινό τόπο τόσο σε παραδοσιακές, όσο και σε πιο σύγχρονες ιστορίες για παιδιά. Κάθε παραμύθι έχει έναν τρομακτικό χαρακτήρα, που προκαλεί πρόβλημα στους άλλους, βασανίζει τους ήρωες και κάνει τους πρωταγωνιστές να υποφέρουν.
Τι γίνεται όμως με τον ψυχισμό των μικρών παιδιών; Μπορεί όλες οι παιδικές ιστορίες να καταλήγουν στο «και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», όμως πέρα από το υπέροχο ταξίδι της φαντασίας, αυτή η κατακλείδα δηλώνει κι ένα ταξίδι στο υποσυνείδητο του μικρού παιδιού. Οι ψυχολόγοι είναι καθησυχαστικοί, υποστηρίζοντας πως τα κλασικά παραμύθια δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να απεικονίζουν την αιώνια πάλη του καλού με το κακό. Υπάρχει αγωνία και κορύφωση, αλλά στο τέλος έρχεται η λύτρωση.
Έτσι, αν και εμπεριέχουν το στοιχείο του φόβου, τα παιδιά τα γοητεύει, κυρίως γιατί το βιώνουν σαν μία διαδικασία στο τέλος της οποίας σχεδόν πάντα το καλό νικά και το κακό χάνει τη δύναμή του. Άλλωστε η επεξεργασία του φόβου μέσα από τη μυθική διήγηση πραγματώνεται με τρόπο ασφαλή, καθώς όλα γίνονται «μία φορά κι έναν καιρό». Έπειτα, είναι κοινή διαπίστωση ότι το παραμύθι αποτελεί την μεταμφίεση της ίδιας της ζωής και των εμπειριών μας. Πώς θα μπορούσε, τότε, να μην μιλάει για τον φόβο και να μην δείχνει την βία, που είναι βαθιά ενταγμένα στην ανθρώπινη κοινωνία από καταβολής κόσμου;
Ωστόσο, ακόμα κι αν δεχτούμε τα παραπάνω, η αγωνία παραμένει: γιατί να διηγούμαστε τον φόβο στα παιδιά μας; Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να στραφούμε λίγο πιο προσεκτικά στα ίδια τα παιδιά. Κι αυτό γιατί το συναίσθημα του φόβου σε αναπτυξιακό επίπεδο κυριαρχεί στον παιδικό ψυχισμό και παίρνει διάφορες μορφές και εντάσεις. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται με τον δικό τους τρόπο ότι η ζωή δεν είναι απαλλαγμένη συγκρούσεων και διφορούμενων καταστάσεων, νιώθουν συχνά αγωνία, άγχος, μοναξιά, θλίψη. Δεν είναι λοιπόν ότι γοητεύονται από τον τρόμο, αλλά ότι συγκινούνται από το συναίσθημα του φόβου και παρακολουθούν με ενδιαφέρον κι αγωνία μυθικές ιστορίες με ήρωες, που εκφοβίζουν ή εκφοβίζονται. Κι αυτό γιατί νιώθουν να ταυτίζονται με το φόβο και βιώνουν έντονα την αγωνία και τα άγχη των ηρώων.
Και το παραμύθι έρχεται και βάζει σε λόγια τα εσωτερικά άγχη και τις συγκρούσεις της παιδικής ψυχής, προσφέροντας μία λυτρωτική διέξοδο εσωτερικευμένων πιεστικών σκέψεων που δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εκφραστεί. Η μυθική διήγηση αποτελεί τον λειτουργικότερο τρόπο να διαχειριστούν τα παιδιά ό,τι τα φοβίζει και τα βοηθά στην αναπτυξιακή πορεία της προσωπικής αυτονόμησης. Γι’ αυτό και η συμβολική αντιμετώπιση του φόβου διαθέτει παιδαγωγικές και θεραπευτικές ωφέλειες. Γιατί πλάι στις φοβίες που περισσότερο ή λιγότερο έντονα αισθάνονται, βλέπουν ότι με τη δυσκολία συνυπάρχει και η λύση και ότι όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα εξισορροπούνται από τη βεβαιότητα, το θάρρος, την αισιοδοξία και την ελπίδα που υπάρχουν στο τέλος των παραμυθιών.
Σύμμαχος κατά του φόβου
Κι άρα στο σημείο αυτό πώς απαντάμε στο ερώτημα εάν πρέπει να ανατροφοδοτούμε τελικά τους φόβους των παιδιών, διαβάζοντας ιστορίες, που προκαλούν το φόβο; Όπως είδαμε παραπάνω, η εμπειρία δείχνει πως αυτές οι ιστορίες συνήθως μετατρέπονται σε ευκαιρίες για να ξεπεράσουμε τους φόβους. Από ψυχολογική σκοπιά, όταν ο φόβος και η αγωνία εξωτερικεύεται και «μιλιέται», απομυθοποιείται αυτόματα και λυτρώνει το παιδί. Τα παραμύθια δηλαδή καθίστανται κάτι περισσότερο από αληθινά, γιατί μας λένε όχι ότι οι δράκοι υπάρχουν, αλλά ότι μπορούμε να τους νικήσουμε.
Αλλά δεν αρκεί αυτό. Σημαντική καθίσταται και η μέθοδος αφήγησης των παραμυθιών. Πρέπει να αποφεύγουμε την υπερβολική συναισθηματική φόρτιση και να αντιλαμβανόμαστε τις αντιδράσεις του παιδιού μας, προκειμένου να αποφύγουμε ακραίες ταυτίσεις και μεγάλες «δόσεις» φόβου. Η παρουσία μας, ως γονείς, αποτελεί την ξεκάθαρη εγγύηση ασφάλειας για το παιδί και ρυθμίζει τη συναισθηματική ένταση μέσω της εγγύτητας. Αυτό άλλωστε αποτελεί το πιο σημαντικό πλεονέκτημα ενός βιβλίου, που προκαλεί στο παιδί αγωνία και φόβο, σε σχέση με μια αντίστοιχη ταινία.
Ωστόσο κλείνοντας δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Η Ελλάδα σήμερα φοβάται. Ο φόβος διαδίδεται, καλλιεργείται και χρησιμοποιείται. Τα παραμύθια μπορούν άραγε να προτείνουν λύσεις; Ίσως. Με τον ανώδυνο, εξωπραγματικό, παραβολικό τους λόγο απαντούν ότι η ζωή προχωράει με ανατροπές και ότι κανένας δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι κάποτε δε θα βρεθεί ξαφνικά μετέωρος ανάμεσα σε δύο κόσμους, αυτόν που χάθηκε και έναν καινούργιο που δε λέει να φανεί. Κι όσο οι άνθρωποι σήμερα γινόμαστε όλο και συχνότερα σκιάχτρα του άλλου εαυτού μας, δυσκολευόμαστε να φανταστούμε το σκιάχτρο του παραμυθιού, που ζωντάνεψε κι έγινε άνθρωπος.